Γενούφα Γενούφα
Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος
Γενούφα
Καλλιτεχνική Περίοδος 2018/19 - Λέος Γιάνατσεκ
Οκτώβριος - Νοέμβριος 2018
Δημιουργική Ομάδα

ΜΟΥΣΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ
Λουκάς Καρυτινός

ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ 
Νίκολα Ράαμπ

ΣΚΗΝΙΚΑ-ΚΟΣΤΟΥΜΙΑ
Γιώργος Σουγλίδης

ΦΩΤΙΣΜΟΙ
Νταβίντ Ντεμπριναί

ΚΙΝΗΣΙΟΛΟΓΙΑ
Φώτης Νικολάου

ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΧΟΡΩΔΙΑΣ
Αγαθάγγελος Γεωργακάτος

Πρωταγωνιστές Παράστασης

ΓΡΙΑ ΜΠΟΥΡΥΓΙΑ
Ινές Ζήκου

ΛΑΤΣΑ
Φρανκ Βαν Άκεν

ΣΤΕΒΑ
Δημήτρης Πακσόγλου

ΝΕΩΚΟΡΙΣΣΑ
Ζαμπίνε Χογκρέφε (14, 21, 24/10)
Τζούλια Σουγλάκου (19, 27/10, 2/11)

ΓΕΝΟΥΦΑ
Σάρα-Τζέιν Μπράντον (14, 21, 24/10)
Μαρία Μητσοπούλου (19, 27/10, 2/11)

ΕΠΙΣΤΑΤΗΣ
Γιάννης Γιαννίσης

ΔΗΜΑΡΧΟΣ
Δημήτρης Κασιούμης

ΣΥΖΥΓΟΣ Του ΔΗΜΑΡΧΟΥ
Μαργαρίτα Συγγενιώτου

ΚΑΡΟΛΚΑ
Άρτεμις Μπόγρη

ΑΓΡΟΤΙΣΣΑ ΚΟΛΟΥΣΙΝΑ
Μπαρούνκα Πράιζινγκερ

ΜΠΑΡΕΝΑ
Βαρβάρα Μπιζά

ΓΙΑΝΟ
Μιράντα Μακρυνιώτη

ΤΕΤΚΑ
Αναστασία Κότσαλη

Με την Ορχήστρα και τη Χορωδία της ΕΛΣ

 

Τιμές εισιτηρίων: 15, 20, 30, 35, 42, 50, 55, 70 €
Φοιτητικό, παιδικό: 15 €
Περιορισμένης ορατότητας: 10 €

Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος
Όπερα

Γενούφα

Λέος Γιάνατσεκ

Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος Εθνικής Λυρικής Σκηνής 
Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος 

Κύκλος Λέος Γιάνατσεκ
Κύκλος 20ός αιώνας

Πρώτη πανελλήνια παρουσίαση

Ώρα έναρξης: 20.00 (Κυριακές: 18.30) | clock

Χορηγός Παράστασης

Με τη Γενούφα του Λέος Γιάνατσεκ, ένα από τα σημαντικότερα αριστουργήματα του 20ού αιώνα -για πρώτη φορά στην Ελλάδα-, ανοίγει η καλλιτεχνική περίοδος 2018/19 για την Εθνική Λυρική Σκηνή, στις 14 Οκτωβρίου, σε μουσική διεύθυνση Λουκά Καρυτινού και σκηνοθεσία Νίκολα Ρααμπ. Η Γενούφα, η "τέλεια όπερα", όπως την χαρακτήρισε πρόσφατα ο Guardian, ξεπέρασε τα όρια του σύγχρονου ρεπερτορίου και επιβλήθηκε στα μεγαλύτερα θέατρα του κόσμου, χάρη στον λυρισμό, τη συναισθηματική της ειλικρίνεια, τη μεγαλειώδη μουσική που της χάρισε ο σπουδαίος Τσέχος συνθέτης Λέος Γιάνατσεκ και την υπόθεσή της, έντονα δραματική και ταυτόχρονα βαθιά ανθρώπινη.

Η τρίπρακτη όπερα Γενούφα -η οποία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως η τσέχικη απάντηση στο Ιταλικό κίνημα του βερισμού- βασίζεται σε κείμενο του συνθέτη, το οποίο στηρίζεται στο θεατρικό της Γκαμπριέλας Πρεΐσσοβα Η ψυχοκόρη της [1890]. Πρόκειται για μια ιστορία ωμού ρεαλισμού σε μια από τις πρώτες όπερες που χρησιμοποιούν αυτούσια την πρόζα ενός λογοτεχνικού κειμένου. Σύμφωνα με την υπόθεση, η όμορφη Γενούφα περιμένει παιδί από τον μυλωνά Στέβα και αποθαρρύνει τον νεότερο ετεροθαλή αδερφό του Λάτσα, ο οποίος είναι ερωτευμένος μαζί της. Αυτός, για να την εκδικηθεί, της χαράζει το πρόσωπο με ένα μαχαίρι. Καθώς είναι πλέον στερημένη από την ομορφιά της, ο Στέβα δεν την επιθυμεί και αρραβωνιάζεται την κόρη του δημάρχου. Τότε, η μητριά της Γενούφας, η αυστηρών αρχών Νεωκόρισσα του χωριού, στρέφεται στον ακόμα ερωτευμένο Λάτσα. Όταν εκείνος αρνείται να νομιμοποιήσει το παιδί του αδερφού του, η Νεωκόρισσα θανατώνει το νεογέννητο, λέγοντας ψέματα στη Γενούφα ότι το παιδί πέθανε στη γέννα. Λίγους μήνες αργότερα, την ημέρα των γάμων του Λάτσα με τη Γενούφα, το νεκρό σώμα του παιδιού ανακαλύπτεται. Η Νεωκόρισσα ομολογεί το έγκλημά της και καταδικάζεται απ’ όλους εκτός από τη Γενούφα, που τη συγχωρεί. Παρά τις εξελίξεις, ο Λάτσα μένει κοντά στην αγαπημένη του.

Ο Γιάνατσεκ εμπνέεται από την ιδιαίτερη μουσικότητα της τσεχικής γλώσσας και αξιοποιεί τους ξεχωριστούς τονισμούς της, συνθέτοντας την πρώτη του όπερα στην οποία αρθρώνει με σαφήνεια το προσωπικό του ιδίωμα. Όσο εργαζόταν πάνω στο έργο ο συνθέτης, κατέγραφε τη μελωδία της γλώσσας. Μεταξύ άλλων, σημείωνε: "Άκουγα κρυφά τους περαστικούς, διάβαζα τις εκφράσεις του προσώπου τους, ήθελα να συλλάβω κάθε δόνηση της φωνής […] μια αντανάκλαση της οποίας αναγνώριζα στη μελωδία των λέξεων που κατέγραφα. Πόσες διαφορετικές μελωδικές παραλλαγές της ίδιας λέξης που έβρισκα! […] Στη μελωδία του λόγου αισθάνθηκα τον τρόπο με τον οποίο ξεδιπλωνόταν μια εσωτερική, κρυμμένη διαδικασία. Σε αυτές τις διαδικασίες βρήκα τη θλίψη και στιγμές χαράς, αποφασιστικότητα και δισταγμό". Μέσα από αυτή τη διαδικασία ο Γιάνατσεκ ανακάλυψε κάτι πρωτότυπο και αυθεντικό, το οποίο θα επηρέαζε θεμελιωδώς τον τρόπο με τον οποίο συνέθετε και θα του επέτρεπε να διαμορφώσει εφεξής τη δική του ολότελα προσωπική μουσική γλώσσα. Ξεκαθάριζε πως δεν επρόκειτο για μια νατουραλιστική καταγραφή της μελωδίας του πεζού λόγου, την οποία ο ίδιος αναδείκνυε σε δομική αρχή, αλλά ότι μέσα από αυτή την άσκηση μπορούσε να αποκτήσει τη σιγουριά της διαχείρισης όλων των εκφραστικών εργαλείων.

«Μελετώντας τη σχέση ανάμεσα στον τονισμό και στο συναίσθημα, ο Γιάνατσεκ πέτυχε μοναδική ψυχολογική σαφήνεια», αναφέρει για τη Γενούφα ο συγγραφέας Μίλαν Κούντερα, ο οποίος μελέτησε σε βάθος το έργο του συνθέτη.

Στη Γενούφα, ο Γιάνατσεκ ακολουθεί το παράδειγμα του συμπατριώτη του Ντβόρζακ, μιας πιο κοσμοπολίτικης μουσικής γλώσσας, που παραμένει, ωστόσο, χαρακτηριστική του προσωπικού του ύφους. Tα λαϊκά-παραδοσιακά στοιχεία είναι εμφανή στην πλοκή της υπόθεσης και στους χαρακτήρες, ενώ μέσα από την γραφή του Γιάνατσεκ τα στοιχεία αυτά υπάρχουν με έναν ιδιαίτερο τρόπο και στη μουσική του έργου. Στη Γενούφα υπάρχουν μουσικά θέματα τα οποία επανέρχονται σε διάφορα σημεία της δράσης. Ωστόσο, δεν έχουν σχέση με την τεχνική των «καθοδηγητικών θεμάτων» –Leitmotive– όπως τη γνωρίζουμε από τον Βάγκνερ. Στον Γιάνατσεκ τα μουσικά θέματα διαδέχονται το ένα το άλλο ή επαναλαμβάνονται χωρίς τη συνήθη διαδικασία παραλλαγής. Η επανεμφάνισή τους έχει περισσότερο σημειολογική λειτουργία. Αντίθετα απ’ ό,τι στον Βάγκνερ, στη μουσική του οποίου τα «καθοδηγητικά θέματα» έχουν πάντοτε την ίδια σημασία, στον Γιάνατσεκ δεν είναι μόνο ευμετάβλητα, αλλά και αμφίσημα. Η ορχηστρική γραφή αρθρώνει την υπόθεση και υπογραμμίζει τις καταστάσεις μέσα από τα ρυθμικά σχήματα, αλλά και μέσα από τον πλούτο της ενορχήστρωσης.

Η όπερα πρωτοπαρουσιάστηκε με τον τίτλο Η ψυχοκόρη της στο Εθνικό Θέατρο του Μπρνο στις 21 Ιανουαρίου 1904. Στις 26 Μαΐου 1916 ακολούθησε παρουσίαση στην Πράγα σε μουσικό κείμενο τροποποιημένο από τον Κάρελ Κοβαρζόβιτς. Στην «εκδοχή της Πράγας» το έργο ανέβηκε στις 16 Φεβρουαρίου 1918 στην Αυλική Όπερα της Βιέννης μεταφρασμένη στη γερμανική γλώσσα. Για τις παραστάσεις αυτές μετονομάστηκε σε Γενούφα και σε αυτή τη μορφή (στα γερμανικά) παρουσιαζόταν παντού επί πολλές δεκαετίες. Η αρχική μουσική μορφή της όπερας αποκαταστάθηκε από τον αρχιμουσικό Τσαρλς Μακκέρρας και τον μουσικολόγο Τζων Τυρρέλ και εκδόθηκε μόλις το 1996. Με βάση αυτή την έκδοση παρουσιάζεται σε πανελλήνια πρώτη από την Εθνική Λυρική Σκηνή.

Τη Γενούφα θα σκηνοθετήσει η Γερμανίδα Νίκολα Ράαμπ, μια από τις πιο σημαντικές σκηνοθέτριες όπερας στην Ευρώπη, η οποία είναι διεθνώς αναγνωρισμένη για την ιδιαίτερη ευαισθησία των αναγνώσεών της και για την επιμονή της στην ονειρική οπτικοποίηση των έργων που σκηνοθετεί.

H Ράαμπ, η οποία έχει παρουσιάσει με μεγάλη επιτυχία σκηνοθεσίες της σε Βιέννη, Κοπεγχάγη, Μπρέγκεντς, Γκέτεμποργκ, Λισαβόνα, Λος Άντζελες, Σικάγο κ.α., σημειώνει, μεταξύ άλλων: "η πλοκή της όπερας χαρακτηρίζεται από έντονο κοινωνικό ρεαλισμό, μια ξεκάθαρη απεικόνιση της κοινωνίας και των εθίμων που διαμορφώνουν τα πρόσωπα του έργου και καθορίζουν τη συμπεριφορά τους. Τρεις γενιές γυναικών βρίσκονται επί σκηνής όταν ανοίγει η αυλαία: γιαγιά, μητριά και (θετή) κόρη (...) Οι γυναίκες πρέπει να αναλάβουν τα ηνία, να αποφασίσουν την πορεία των πραγμάτων (...). Και πράγματι αυτό κάνουν, κυρίως μέσω του χαρακτήρα της Νεωκόρισσας, της μεσαίας από τις τρεις, της μητρικής φιγούρας. Οι αποφάσεις της καθορίζουν τις ζωές όλων των υπολοίπων, ακόμα και κυριολεκτικά, τη ζωή και τον θάνατο όλων τους (...) Ένα σπίτι λειτουργεί ως το αρχικό κύτταρο του σκηνικού και της αφήγησης της ιστορίας. Επιβλέπει, προφυλάσσει, κρύβει και στο τέλος αποκαλύπτει γεγονότα, μυστικά, οικογένειες, γυναίκες, παιδιά, το παρελθόν και το παρόν. Με σχεδόν μεταφυσικό τρόπο ταξιδεύει μέσα από τις πράξεις μέχρι τελικά να διαλυθεί, όταν παύει πια να εξυπηρετεί κάτι. (...)Το διαρκώς παρόν δάσος που περιβάλλει το σπίτι και τόσο αναλυτικά περιγράφεται στις αρχικές σκηνικές οδηγίες, λειτουργεί ως υπόμνηση της πνευματικής διάστασης της ανθρώπινης ύπαρξης. Στο τέλος, η Γενούφα είναι έτοιμη να χαθεί μέσα του...".

Η Ράαμπ, με βασικό συνεργάτη στα σκηνικά και τα κοστούμια τον διεθνώς αναγνωρισμένο Γιώργο Σουγλίδη, προτείνει μια κλασική ανάγνωση του έργου και βλέπει τον ωμό ρεαλισμό της ιστορίας μέσα από μια ποιητική διάσταση. Το βασικό στοιχείο του σκηνικού είναι ένα λευκό σπίτι "εγκλωβισμένο" μέσα στο δάσος, όπως προβλέπει το έργο, σαν μια αναφορά στην κλειστοφοβική ατμόσφαιρα και τους αυστηρούς κανόνες τις κοινωνίας, από τους οποίους κανείς δεν ξεφεύγει. Όσο το έργο εξελίσσεται, το σπίτι αλλάζει μορφές και τελικά διαλύεται. Τα κοστούμια έχουν επιρροές από τη μοραβική ύπαιθρο, ενώ στην παραγωγή θα χρησιμοποιηθούν και εντυπωσιακά παραδοσιακά τσέχικα κοστούμια. Την κινησιολογία υπογράφει ο διακεκριμένος χορευτής και χορογράφος Φώτης Νικολάου, ενώ οι φωτισμοί είναι του αναγνωρισμένου Γάλλου Νταβίντ Ντεμπριναί.

Ο Λέος Γιάνατσεκ, ένας από τους σημαντικότερους Τσέχους συνθέτες, γεννήθηκε στις 3 Ιουλίου 1854 στο Χούκβαλντυ της Μοραβίας, η οποία εκείνη την εποχή ήταν μέρος της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας. Ο Γιάνατσεκ ασχολήθηκε σοβαρά με τη λαογραφία και εμπνεύστηκε από την παραδοσιακή μουσική της περιοχής, όπως επίσης, γενικότερα, από τη σλαβική μουσική. Έτσι, διαμόρφωσε τη δική του πρωτότυπη μουσική γλώσσα, η οποία αποτυπώθηκε με σαφήνεια στην όπερά του Γενούφα, η οποία συνέβαλε αποφασιστικά στη διεθνή αναγνώριση του συνθέτη. Ο Γιάνατσεκ συνέθεσε έργα κάθε είδους: ορχηστρικά όπως η ραψωδία Τάρας Μπούλμπα [1918/21] και η Σινφονιέττα [1926], έργα θρησκευτικής μουσικής όπως η Γλαγολιτική Λειτουργία [1927], έργα για πιάνο και μουσικής δωματίου, χορωδιακή μουσική, όπως επίσης αρκετές όπερες. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν οι: Γενούφα, Κάτια Καμπάνοβα [1921], Η πονηρή αλεπουδίτσα [1924], Υπόθεση Μακρόπουλου [1926] και Από το σπίτι των νεκρών [1927]. Ο συνθέτης πέθανε το 1928 στην Οστράβα από πνευμονία.

Στη διανομή της Γενούφας συναντούμε διακεκριμένους Έλληνες και ξένους πρωταγωνιστές. Στον ρόλο του τίτλου, η ανερχόμενη υψίφωνος Σάρα-Τζέιν Μπράντον, "μια από τις ντίβες του αύριο", όπως τη χαρακτήρισε ο Independent. H Μπράντον έχει καταγράψει μια αξιοπρόσεκτη πορεία σε μεγάλα λυρικά θέατρα και φεστιβάλ, όπως η Εθνική Όπερα της Αγγλίας, το Glyndebourne, η Κρατική Όπερα της Δρέσδης, η Γερμανική Όπερα του Βερολίνου, το Σαν Κάρλος της Λισαβόνας, η Όπερα της Ρώμης, η Όπερα της Νίκαιας, το Ρεάλ της Μαδρίτης, ενώ στις προσεχείς της υποχρεώσεις συμπεριλαμβάνονται η Όπερα του Μονάχου και το Τεάτρο Μάσσιμο στο Παλέρμο. Λίγο πριν από τις παραστάσεις της Αθήνας, η Μπράντον κάνει το ντεμπούτο της στο ρόλο της Γενούφας στην Όπερα της Ντιζόν στη Γαλλία.

Στη δεύτερη διανομή της Γενούφας, η διακεκριμένη πρωταγωνίστρια της ΕΛΣ, υψίφωνος Μαρία Μητσοπούλου, η οποία μετά τις αλλεπάλληλες επιτυχίες της επί σειρά ετών σε τεράστια ποικιλία ρόλων (τελευταία η εξαιρετική Τραβιάτα τον Νοέμβριο του 2016 στο ΟΜΜΑ), προσεγγίζει ένα νέο ρεπερτόριο ερμηνεύοντας ένα ρόλο υψηλών φωνητικών και υποκριτικών απαιτήσεων.

Τον πρωταγωνιστικό ρόλο της Νεωκόρισσας, θα ερμηνεύσει η σπουδαία Γερμανίδα Ζαμπίνε Χογκρέφε, η υψίφωνος που αποθεώθηκε από κοινό και κριτική στην περσινή εναρκτήρια παραγωγή της ΕΛΣ, την Ηλέκτρα του Στράους, όπου ερμήνευσε με συγκλονιστικό τρόπο την Ηλέκτρα. Η Χογκρέφε μετά την πανθομολογούμενη επιτυχία της στον ρόλο της Ηλέκτρας στην Αθήνα, ερμήνευσε τον ίδιο ρόλο στη Μετροπόλιταν της Νέας Υόρκης, στη θρυλική σκηνοθεσία του Πατρίς Σερώ και σε μουσική διεύθυνση του νέου μουσικού διευθυντή της ΜΕΤ, Γιαννίκ Νεζέ Σεκγέν. Αμέσως μετά ερμήνευσε τη Γερτρούδη στον Λόενγκριν στις Βρυξέλλες στη σκηνοθεσία του Ολιβιέ Πυ. Η Χογκρέφε κάνει αυτή την περίοδο το ντεμπούτο της στον ρόλο της Νεωκόρισσας στην Όπερα της Ντιζόν.

Στη δεύτερη διανομή, στον ρόλο της Νεωκόρισσας, η Τζούλια Σουγλάκου, η οποία μετά τη μεγάλη επιτυχία που σημείωσε ως Φόνισσα, αλλά και ως Λαίδη Μάκβεθ, τώρα αναμετράται με έναν εξαιρετικά απαιτητικό ρόλο και από φωνητικής, αλλά και από σκηνικής άποψης.

Στον ρόλο του Λάτσα ο Ολλανδός Φρανκ βαν Άκεν, ο οποίος συγκαταλέγεται στους δημοφιλέστερους τενόρους της γενιάς του, γνωστός στο αθηναϊκό κοινό από την ερμηνεία του ως Αίγισθος στην περσινή εναρκτήρια παραγωγή της ΕΛΣ, Ηλέκτρα, πλάι στην Χογκρέφε και την Αγνή Μπάλτσα. Έχει τραγουδήσει σε Φεστιβάλ Μπάιροϊτ και Μπάντεν-Μπάντεν, Μεγάλο Θέατρο Λισέου Βαρκελώνης, Βασιλική Όπερα Λονδίνου, Κρατική Όπερα Βιέννης και Σκάλα Μιλάνου, Μητροπολιτική Όπερα Νέας Υόρκης, Κρατική Όπερα Δρέσδης κ.α.

Ο πρωταγωνιστής της ΕΛΣ, Δημήτρης Πακσόγλου ερμηνεύει τον Στέβα. Ο Πακσόγλου μετά την επιτυχία που σημείωσε ως Καβαραντόσσι στην Τόσκα, ως Άλμπερτ Γκρέγκορ στην Υπόθεση Μακρόπουλου και ως Δον Χοσέ στην Κάρμεν στο Ηρώδειο, δοκιμάζεται για πρώτη φορά στον ρόλο του Στέβα στη Γενούφα.

Μαζί τους νεότεροι και διακεκριμένοι μονωδοί, όπως: Ινές Ζήκου, Γιάννης Γιαννίσης, Δημήτρης Κασιούμης, Μαργαρίτα Συγγενιώτου, Άρτεμις Μπόγρη, Μπαρούνκα Πράιζινγκερ, Βαρβάρα Μπιζά, Μιράντα Μακρυνιώτη.

Συμμετέχει η Χορωδία της ΕΛΣ υπό την διεύθυνση του Αγαθάγγελου Γεωργακάτου. Την Ορχήστρα της ΕΛΣ διευθύνει ο διακεκριμένος Αρχιμουσικός της ΕΛΣ, Λουκάς Καρυτινός.

Σκηνοθετικό σημείωμα

Σημείωμα σκηνοθέτριας Νίκολα Ράαμπ: Απόντες άνδρες και πατέρες, χαμένες κόρες


Η Γενούφα θεμελίωσε τη φήμη του Γιάνατσεκ ως συνθέτη όπερας. Μετά τη Γενούφα μπόρεσε να διαγράψει την πορεία του στη σύνθεση όπερας όπως δεν είχε καταφέρει να κάνει ως τότε. Η φήμη άργησε να έρθει στη ζωή του. Ο Γιάνατσεκ ήταν 50 ετών όταν πραγματοποιήθηκε η πρεμιέρα της Γενούφας το 1904. Βασισμένη σε ένα θεατρικό της Γκαμπριέλας Πρεΐσσοβα, η πλοκή της όπερας χαρακτηρίζεται από έντονο κοινωνικό ρεαλισμό, μια ξεκάθαρη απεικόνιση της κοινωνίας και των εθίμων που διαμορφώνουν τα πρόσωπα του έργου και καθορίζουν τη συμπεριφορά τους.

Τρεις γενιές γυναικών βρίσκονται επί σκηνής όταν ανοίγει η αυλαία: γιαγιά, μητριά και (θετή) κόρη. Μόνο ένας (θετός) γιος εμφανίζεται, ο οποίος περιφέρεται στο περιθώριο της δράσης (Λάτσα) και σίγουρα δεν υπάρχουν μεγαλύτεροι άντρες της ίδιας οικογένειας. Αργότερα συναντάμε έναν άλλον γιο, αλλά αυτός φαίνεται να είναι πάντα «απών», να διασκεδάζει μονίμως, να πίνει, να αποφεύγει τις ευθύνες του… Οι γυναίκες πρέπει να αναλάβουν τα ηνία, να αποφασίσουν την πορεία των πραγμάτων, τo τι πρέπει να γίνει γενικότερα. Και πράγματι αυτό κάνουν, κυρίως μέσω του χαρακτήρα της Νεωκόρισσας, της μεσαίας από τις τρεις, της μητρικής φιγούρας. Οι αποφάσεις της καθορίζουν τις ζωές όλων των υπολοίπων, ακόμα και κυριολεκτικά, τη ζωή και τον θάνατο όλων τους. Αρπάζοντας την ευκαιρία, θα φτάσει στο σημείο να γίνει ακόμα και δολοφόνος, επιβάλλοντας παλαιό (πατριαρχικό;) δίκαιο στον ίδιο της τον εαυτό και την οικογένειά της, έτσι ώστε να συμμορφωθούν με τους αυστηρούς κανόνες της κοινωνίας. Σαν οι πατέρες, τους οποίους δεν συναντάμε ποτέ, να ελέγχουν διαρκώς τις ζωές των γυναικών.

Ένα σπίτι λειτουργεί ως το αρχικό κύτταρο του σκηνικού και της αφήγησης της ιστορίας. Επιβλέπει, προφυλάσσει, κρύβει και στο τέλος αποκαλύπτει γεγονότα, μυστικά, οικογένειες, γυναίκες, παιδιά, το παρελθόν και το παρόν. Με σχεδόν μεταφυσικό τρόπο ταξιδεύει μέσα από τις πράξεις μέχρι τελικά να διαλυθεί, όταν παύει πια να εξυπηρετεί κάτι.

Ο Γιάνατσεκ συνέθεσε τη Β΄ και την Γ΄ Πράξη υπό το βάρος του θανάτου της 21χρονης κόρης του Όλγας, αλλά και της θλίψης του για τον χαμό του μικρού του γιου σε νηπιακή ηλικία λίγα χρόνια νωρίτερα, μιας θλίψης που δεν μετριάστηκε με τον χρόνο αλλά παρέμεινε το ίδιο νωπή και επώδυνη.

"Θα τύλιγα τη Γενούφα μόνο με τη μαύρη κορδέλα της μακράς ασθένειας, του πόνου και των θρήνων της κόρης μου Όλγας και του μικρού μου γιου Βλαντίμιρ".

Σε μια εποχή που η δική του οικογένεια είχε ήδη διαλυθεί και πάλι, και το σπίτι του ήταν και πάλι άδειο, έβαλε τις τελευταίες πινελιές στην όπερα. Οι παραδόσεις και το παρελθόν διαμορφώνουν αδιάλειπτα τις ζωές μας και τη συμπεριφορά μας. Πρόκειται για την πραγματικότητα μιας άκαμπτης κοινωνίας με όλες τις σκοτεινές της πλευρές αλλά και με ευτυχισμένες αναμνήσεις μιας εποχής που φαίνεται χαμένη, καθώς και με την αίσθηση ενός μεταφυσικού στοιχείου συνυφασμένου με τη φύση και το σύμπαν. Παρά τη σκληρή πραγματικότητα που απεικονίζεται, η «μαγική», πνευματική πλευρά του Γιάνατσεκ, όπως τη συναντάμε στα ορχηστρικά κομμάτια και στις μεταγενέστερες όπερές του, δεν φαίνεται να χάνεται ποτέ, ακόμα και αν είναι λιγότερο εμφανής απ’ ό,τι σε άλλα του έργα.

Το διαρκώς παρόν δάσος που περιβάλλει το σπίτι και τόσο αναλυτικά περιγράφεται στις αρχικές σκηνικές οδηγίες, λειτουργεί ως υπόμνηση της πνευματικής διάστασης της ανθρώπινης ύπαρξης. Στο τέλος, η Γενούφα είναι έτοιμη να χαθεί μέσα του, όπως ακριβώς χάθηκε η κόρη του Γιάνατσεκ, η Όλγα. Θα αφήσει πίσω της η Γενούφα τον Λάτσα ή θα τον πάρει μαζί της σε έναν νέο, διαφορετικό κόσμο;

 

Σύνοψη

19ος αιώνας, σ’ ένα χωριό στη Μοραβία. Η γριά Μπούρυγια, ιδιοκτήτρια του μύλου, είχε δυο γιους. Καθένας τους είχε παντρευτεί από δύο φορές. Οι γιοι έχουν πεθάνει και ζει μονάχα η μία από τις νύφες, η Πέτρονα Μπουρυγιόβκα, δεύτερη σύζυγος του νεότερου γιου, μητριά της Γενούφας και νεωκόρισσα του χωριού. Σύμφωνα με την παράδοση, μονάχα ο Στέβα, πρωτότοκος γιος του πρώτου γιου από τον πρώτο του γάμο, θα κληρονομήσει τον μύλο. Τα ετεροθαλή αδέλφια του, ο Λάτσα και η Γενούφα, πρέπει να αναζητήσουν αλλού την τύχη τους.

A΄ Πράξη Η γριά Μπούρυγια, ο Λάτσα και η Γενούφα περιμένουν τον Στέβα να επιστρέψει. Η Γενούφα είναι ερωτευμένη μαζί του και επίσης είναι κρυφά έγκυος στο παιδί του. Ανησυχεί μήπως ο Στέβα έχει στρατολογηθεί. Ο Λάτσα είναι ερωτευμένος με τη Γενούφα και παράλληλα εκφράζει πικρία για την ευνοϊκή θέση στην οποία βρίσκεται ο αδελφός του. Παίζει με ένα μαχαίρι, που δεν του φαίνεται αρκετά κοφτερό και το δίνει στον επιστάτη να το ακονίσει. Ο Στέβα επιστρέφει μαζί με μια ομάδα νεοσύλλεκτων. Ο ίδιος δεν έχει στρατολογηθεί. Είναι χαρούμενος και μεθυσμένος. Κομπάζει για την επιτυχία του στις γυναίκες και σύρει τη Γενούφα να χορέψει μαζί του.
Φτάνει η Νεωκόρισσα. Ταραγμένη από το θέαμα απαγορεύει στον Στέβα να παντρευτεί τη Γενούφα, πριν καταφέρει να μείνει έναν χρόνο ξεμέθυστος. Η Γενούφα μένει μόνη με τον Στέβα, ο οποίος απαντά αδιάφορα στις παρακλήσεις της και φεύγει. Έρχεται ο Λάτσα, ο οποίος προκαλεί τη Γενούφα, μιλώντας άσχημα για τον Στέβα. Της λέει πως ο αδερφός του δεν θα γύριζε να την κοιτάξει αν εκείνη δεν είχε αυτά τα ροδαλά μάγουλα και, για να την εκδικηθεί που δεν του δίνει σημασία, της χαράζει το πρόσωπο με τον σουγιά.

Β΄ Πράξη Έχουν περάσει μήνες. Το μωρό του Στέβα έχει γεννηθεί, αλλά εκείνος δεν έχει έρθει ακόμα να το δει. Όσο η Γενούφα κοιμάται, η Νεωκόρισσα καλεί τον Στέβα και του ζητά να αναλάβει τις ευθύνες του. Εκείνος δέχεται να στέλνει στα κρυφά χρήματα για το παιδί, αλλά δεν προτίθεται να το αναγνωρίσει. Ο έρωτάς του για τη Γενούφα τελείωσε όταν ο Λάτσα τής χάραξε το πρόσωπο. Εξάλλου έχει ήδη αρραβωνιαστεί την Καρόλκα, κόρη του δημάρχου. Φτάνει ο Λάτσα, ο οποίος, όταν μαθαίνει την αλήθεια, δεν δείχνει διόλου πρόθυμος να αναλάβει το παιδί του αδελφού του. Από φόβο μήπως τελικά η Γενούφα δεν βρει κανέναν να την παντρευτεί, η Νεωκόρισσα του λέει ψέματα ότι το μωρό πέθανε κι εκείνος αποφασίζει να το ξανασκεφτεί. Η Νεωκόρισσα μένει μόνη. Τώρα πρέπει να μετατρέψει το ψέμα που είπε σε αλήθεια. Τυλίγει το μωρό και φεύγει. Όταν η Γενούφα ξυπνά, η Νεωκόρισσα της λέει ότι το μωρό πέθανε όσο εκείνη κοιμόταν. Επιστρέφει ο Λάτσα αποφασισμένος και παρηγορεί τη Γενούφα ότι θα ζήσουν την υπόλοιπη ζωή τους μαζί αγαπημένοι. Βλέποντάς τους η Νεωκόρισσα προσπαθεί να πείσει τον εαυτό της ότι έπραξε σωστά.

Γ΄ Πράξη Είναι άνοιξη, ημέρα του γάμου του Λάτσα με τη Γενούφα. Όλα μοιάζουν να έχουν βρει πάλι τον ρυθμό τους, εκτός από τη Νεωκόρισσα, η οποία δείχνει καταρρακωμένη. Φτάνουν οι καλεσμένοι, ο Στέβα με την Καρόλκα, ο δήμαρχος με τη γυναίκα του και άλλοι, όταν ξαφνικά από τον μύλο ακούγεται μια σπαραχτική κραυγή: στο ποτάμι ο πάγος που έλιωσε έφερε στην επιφάνεια το σωματάκι ενός νεκρού μωρού. Η Γενούφα αμέσως λέει πως το παιδί είναι δικό της. Όλοι τη θεωρούν ένοχη. Παρεμβαίνει όμως η Νεωκόρισσα, η οποία αποκαλύπτει την αλήθεια. Ακούγοντάς την η Γενούφα τη συγχωρεί, όμως το πλήθος την οδηγεί στη φυλακή. Μένουν μόνοι ο Λάτσα και η Γενούφα. Εκείνη του ζητά να την αφήσει, κατανοώντας πως δεν μπορεί πια να την παντρευτεί. Εκείνος όμως της λέει ότι δεν επιθυμεί να φύγει και ότι θέλει να περάσει την υπόλοιπη ζωή του μαζί της.

Video