Αμίλητη – Ένα σύγχρονο χορικό Αμίλητη – Ένα σύγχρονο χορικό
Εναλλακτική Σκηνή
Αμίλητη – Ένα σύγχρονο χορικό
Καλλιτεχνική Περίοδος 2019/20 - Δήμητρα Τρυπάνη
Οκτώβριος 2019
Δημιουργική Ομάδα

ΣΥΝΘΕΣΗ
Δήμητρα Τρυπάνη

ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
Παντελής Μπουκάλας

ΣΚΗΝΙΚΑ
Κάθριν Γουάις

ΦΩΤΙΣΜΟΙ
Βαλεντίνα Ταμιωλάκη

ΕΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΣΥΝΕΡΓΑΤΗΣ / ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΚΟΣΤΟΥΜΙΩΝ
Νίκος Κόκκαλης

 

 

Πρωταγωνιστές Παράστασης

ΜΗΛΙΑ
Σοφία Κετεντζιάν

ΜΑΝΑ
Αλίκη Σιούστη / Γεωργιάνα Φιλιππάκη

ΑΔΕΛΦΟΣ Α΄ – ΚΥΡΙΑΚΗΣ
Αντώνης Βασιλειάδης

ΑΔΕΛΦΟΣ Β΄ – ΣΩΤΗΡΗΣ
Αλέξανδρος Ψυχράμης

ΑΔΕΛΦΟΣ Γ΄ – ΔΙΑΚΟΥΜΗΣ
Γιώργος Κασαβέτης

ΑΔΕΛΦΟΣ Δ΄ – ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ
Ραφαήλ Κριτούλης

ΑΔΕΛΦΟΣ Ε' – ΚΩΝΣΤΑΝΤΗΣ
Νίκος Ζιάζιαρης

ΠΑΤΕΡΑΣ
Γιώργος Νικόπουλος / Βασίλης Πελαντάκης

ΜΑΝΤΗΣ ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ / ΑΡΠΑ
Γωγώ Ξαγαρά

ΒΙΟΛΟΝΤΣΕΛΟ
Δημήτρης Τραυλός

 

Τιμές εισιτηρίων: €12, €15
Φοιτητικό, παιδικό: €8

 

Εναλλακτική Σκηνή
Όπερα

Αμίλητη – Ένα σύγχρονο χορικό

Δήμητρα Τρυπάνη
Μουσικό θέατρο

Συμπαραγωγή με το Φεστιβάλ Παξών

Εναλλακτική Σκηνή Εθνικής Λυρικής Σκηνής
Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος

Με αγγλικούς υπέρτιτλους

Ώρα έναρξης: 20.30 (Κυριακή: 19.00|   

 

Η Αμίλητη, ένα σύγχρονο χορικό για φωνές, άρπα, τσέλο και κρουστά, φέρνει στην Εναλλακτική Σκηνή της ΕΛΣ στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος μια συγκλονιστική ιστορία που βασίζεται σε αληθινό γεγονός που συνέβη σε ένα φτωχό ορεινό χωριό της Ελλάδας γύρω στα 1850. Το έργο, σε σύνθεση και σκηνοθετική επιμέλεια της συνθέτριας Δήμητρας Τρυπάνη και ποιητικό κείμενο του διακεκριμένου ποιητή, συγγραφέα, αρθρογράφου και δημοσιογράφου Παντελή Μπουκάλα, αποτελεί συμπαραγωγή της Εναλλακτικής Σκηνής της ΕΛΣ με το Φεστιβάλ Παξών και θα παρουσιαστεί στις 11, 12 και 13 Οκτωβρίου 2019.

Με τα εργαλεία του μουσικού θεάτρου, η Δήμητρα Τρυπάνη αφηγείται μια δραματική ιστορία τόσο μακρινή αλλά και ταυτόχρονα τόσο οικεία, που στηρίζεται στην τελετουργία του μανιάτικου μοιρολογιού και προκαλεί αρχέγονα συναισθήματα. Οι στίχοι των τραγουδιών του έργου είναι δανεισμένοι από πραγματικά μοιρολόγια και παραδοσιακά τραγούδια διαφόρων περιοχών της Ελλάδας, φιλτραρισμένοι μέσα από ένα σύγχρονο μουσικό ιδίωμα.

Η Αμίλητη είναι ένα εναλλακτικό ρέκβιεμ, σαν αρχαίο χορικό, μια «παράσταση ήχου», σύμφωνα με τη δημιουργό της, την οποία ο ακροατής-θεατής μπορεί να παρακολουθήσει με ανοιχτά ή κλειστά μάτια.

Μια νεαρή γυναίκα, η Μηλιά, δολοφονείται από τον πατέρα και τα αδέλφια της για να «ξεπλυθεί η ντροπή» της οικογένειας, αφού την πρώτη νύχτα του γάμου της βρέθηκε «χαλασμένη» από τον γαμπρό. Η κόρη θάβεται ζωντανή σε λάκκο με πέτρες στην είσοδο του χωριού. Μόνο το κεφάλι της μένει έξω από το χώμα. Έτσι οι συγχωριανοί γίνονται μάρτυρες του ξεπλύματος της ντροπής, που επέβαλαν στη Μηλιά τα αρσενικά μέλη της οικογένειας.

Η ιστορία αυτή μεταφέρεται στο έργο σε άχρονο περιβάλλον, σε ένα δαντικό limbo, έναν τόπο λησμονημένων ψυχών. Εκεί τα πρόσωπα συνυπάρχουν χωρίς όμως να συναντιόνται, και αναμετριούνται με τη μνήμη, την οργή, την ενοχή, την αγάπη και τη θλίψη τους. Μέσα από την αποδοχή της ευθύνης για την αποτρόπαιη πράξη τους οδηγούνται στη μετάνοια και την αυτοσυγχώρηση.

Η τραγική κατάληξη της Μηλιάς είναι η αφορμή για να παρουσιαστεί η συμφυής βία και θλίψη στην κατασκευή της ανδρικής ταυτότητας, αλλά και για να συντεθεί ένα ειλικρινές και βαθιά τρυφερό μοιρολόι για την πραγματική Μηλιά, που θυσιάστηκε και έφυγε «άκλαυτη» –άρα καταραμένη– σχεδόν δύο αιώνες πριν.

Τη μουσική σύνθεση και σκηνοθεσία της Αμίλητης υπογράφει η Δήμητρα Τρυπάνη, η οποία επιστρέφει στην Εναλλακτική Σκηνή της ΕΛΣ μετά τη μεγάλη επιτυχία του εξαιρετικού έργου Διδυμάνες, το οποίο παρουσιάστηκε την άνοιξη του 2018 σε συνεργασία με τις Εκπαιδευτικές & Κοινωνικές Δράσεις της ΕΛΣ. Ως συνθέτρια, έχει ασχοληθεί με τη δημιουργία διαθεματικών μουσικών παραστάσεων χρησιμοποιώντας ως κύρια μέσα τα αυστηρά δομημένα πολυρυθμικά σχήματα και την ετεροφωνία τόσο στη μουσική όσο και στον λόγο. Για το νέο της έργο Αμίλητη σημειώνει: «Η αρχική ιδέα ήταν το έργο να είναι στην ουσία ένα εκτενές θρηνητικό “χορικό” – το “ξενύχτι” της Μηλιάς πριν την ταφή της. Ως αφετηρία έμπνευσης αλλά και θεμέλιο γι’ αυτό το “ξενύχτι” πρόβαλε σχεδόν αυτονόητα μπροστά μας το τελετουργικό του μανιάτικου μοιρολογιού. Το μανιάτικο μοιρολόι έχει αυτήν την εξαιρετική ιδιαιτερότητα· είναι το μόνο δημόσιο βήμα της γυναίκας στο οποίο μπορεί να πει αλογόκριτα ό,τι θέλει, ακόμα και να καταραστεί ή να βρίσει τον νεκρό και τη μοίρα της, τους ανθρώπους που πίκραναν είτε τον νεκρό είτε την ίδια, να βγάλει στη φόρα πράγματα και καταστάσεις που σχετίζονταν με τον νεκρό και δεν λεγόντουσαν όσο ήταν εν ζωή, να θρηνήσει πραγματικά γι’ αυτόν, να πει και πράγματα που δεν τον αφορούσαν, αλλά μπορεί να συνέδεαν ανθρώπους κοντινούς του. Αυτή η ιδιότητα του μανιάτικου μοιρολογιού στην ένταση και σκληρή ειλικρίνεια που κουβαλάει, καθώς και στην ομοιότητά της με το αντίστοιχο αρχαιοελληνικό τυπικό, έδειχνε να είναι το λιθάρι πάνω στο οποίο θα χτιζόταν η Αμίλητη».

Το ποιητικό κείμενο, ειδικά γραμμένο για το έργο Αμίλητη, φέρει την υπογραφή του Παντελή Μπουκάλα, ο οποίος έχει εκδώσει πολλές ποιητικές συλλογές και έχει τιμηθεί με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για το βιβλίο του Ρήματα (2010) και το Κρατικό Βραβείο Δοκιμίου-Κριτικής για το έργο του Όταν το ρήμα γίνεται όνομα: Η «Αγαπώ» και το σφρίγος της ποιητικής γλώσσας των δημοτικών (2017). Ο ίδιος σημειώνει: «Στην Αμίλητη δοκίμασα να σκεφτώ και να νιώσω όπως (ενδεχομένως) σκέφτηκαν και ένιωσαν τα πρόσωπα που ενεπλάκησαν στο δράμα του 19ου αιώνα, τόσο μακρινό αλλά και τόσο οικείο: η κοπελιά που τόλμησε να αγαπήσει έναν ξενομερίτη, εκτός γάμου, ο πατέρας, η μάνα, τα αδέρφια της, ο μικρότερος αδερφός με την άτολμη άρνησή του, ο (για ένα μόλις εικοσιτετράωρο) σύζυγός της, ο ξένος, το ίδιο το χωριό του φονικού. Η αντίδραση της μανιάτικης μικροκοινωνίας, έτσι όπως οργανώνεται από τις νόρμες και την παράδοσή της, από την εθιμική ή μάλλον “φυσική” αρρενοκρατία της, δεν είναι αποκλειστικά μανιάτικη, αλλά και κρητική και ξηρομερίτικη – και ιρλανδέζικη, για παράδειγμα. Παντού η γυναίκα “είναι του πατρός της και του αντρός της”, κτήμα και θύμα, μια μηχανή που παράγει σιωπηλή τα πάντα, ανάμεσά τους και παιδιά».

Το κείμενο δίνει την ευκαιρία στη Δήμητρα Τρυπάνη να τελειοποιήσει το βασικό συνθετικό της εργαλείο, το οποίο ερευνά και εξελίσσει εδώ και δώδεκα χρόνια στα έργα της, αποτελεί δε το πιο χαρακτηριστικό στοιχείο της αισθητικής τους: πρόκειται για τη σχεδόν πλήρη κατάργηση των «ραφών» ανάμεσα στο κείμενο και τη μουσική, η οποία επιτυγχάνεται με την αυστηρή και ενορχηστρωτική ενσωμάτωση του κειμένου στη μουσική παρτιτούρα.

Τα σκηνικό-γλυπτό της παράστασης, έντονα θηλυκό και γήινο, είναι της Βρετανίδας γλύπτριας Κάθριν Γουάις και οι φωτισμοί της Βαλεντίνας Ταμιωλάκη.

Ερμηνεύουν: Σοφία Κετεντζιάν, Αλίκη Σιούστη, Γεωργιάνα Φιλιππάκη, Αντώνης Βασιλειάδης, Αλέξανδρος Ψυχράμης, Γιώργος Κασαβέτης, Ραφαήλ Κριτούλης, Νίκος Ζιάζιαρης, Γιώργος Νικόπουλος, Βασίλης Πελαντάκης, Γωγώ Ξαγαρά, Δημήτρης Τραυλός

 

Λίγα λόγια για την Αμίλητη

Η μουσική παράσταση Αμίλητη βασίζεται σε αληθινό γεγονός που συνέβη σε ένα φτωχό ορεινό χωριό της νότιας Ελλάδας γύρω στα 1850. Μια νεαρή γυναίκα, η Μηλιά, δολοφονείται από τον πατέρα και τα αδέλφια της για να «ξεπλυθεί η ντροπή» της οικογένειας, αφού την πρώτη νύχτα του γάμου της βρέθηκε «χαλασμένη» από τον γαμπρό. Η κόρη θάβεται ζωντανή σε λάκκο με πέτρες στην είσοδο του χωριού. Μόνο το κεφάλι της μένει έξω από το χώμα. Έτσι οι συγχωριανοί γίνονται μάρτυρες του ξεπλύματος της ντροπής που επέβαλαν στη Μηλιά τα αρσενικά μέλη της οικογένειας.

Η ιστορία αυτή μεταφέρεται στο έργο σε άχρονο περιβάλλον, σ’ ένα δαντικό limbo, έναν τόπο λησμονημένων ψυχών. Εκεί τα πρόσωπα συνυπάρχουν χωρίς όμως να συναντιόνται, και αναμετριούνται με τη μνήμη, την οργή, την ενοχή, την αγάπη και τη θλίψη τους. Μέσα από την αποδοχή της ευθύνης για την αποτρόπαιη πράξη τους οδηγούνται στη μετάνοια και την αυτοσυγχώρηση.

Η τραγική κατάληξη της Μηλιάς είναι η αφορμή για να παρουσιαστεί η συμφυής βία και θλίψη στην κατασκευή της ανδρικής ταυτότητας, αλλά και για να συντεθεί ένα ειλικρινές και βαθιά τρυφερό μοιρολόι για την πραγματική Μηλιά, που θυσιάστηκε και έφυγε «άκλαυτη» –άρα καταραμένη– σχεδόν δύο αιώνες πριν.

Το έργο είναι ένα εναλλακτικό ρέκβιεμ, σαν αρχαίο χορικό. Οι ήρωες της ιστορίας μοιρολογούν κι αυτομοιρολογούνται οδηγούμενοι στη συγχώρεση και τη λύτρωση. Ένας θεός και ένας μάντης –ο μάντης Τειρεσίας– τους παρακολουθούν από ψηλά και τους «συνοδεύουν» σε αυτήν τους την πορεία, άλλες φορές με λόγια, άλλες με νότες.

Η αρχική ιδέα ήταν το έργο να είναι στην ουσία ένα εκτενές θρηνητικό «χορικό» – το «ξενύχτι» της Μηλιάς πριν την ταφή της. Ως αφετηρία έμπνευσης αλλά και θεμέλιο γι’ αυτό το «ξενύχτι» πρόβαλε σχεδόν αυτονόητα μπροστά μας το τελετουργικό του μανιάτικου μοιρολογιού. Το μανιάτικο μοιρολόι έχει αυτήν την εξαιρετική ιδιαιτερότητα· είναι το μόνο δημόσιο βήμα της γυναίκας στο οποίο μπορεί να πει αλογόκριτα ό,τι θέλει, ακόμα και να καταραστεί ή να βρίσει τον νεκρό και τη μοίρα της, τους ανθρώπους που πίκραναν είτε τον νεκρό είτε την ίδια, να βγάλει στη φόρα πράγματα και καταστάσεις που σχετίζονταν με τον νεκρό και δεν λεγόντουσαν όσο ήταν εν ζωή, να θρηνήσει πραγματικά γι’ αυτόν, να πει και πράγματα που δεν τον αφορούσαν, αλλά μπορεί να συνέδεαν ανθρώπους κοντινούς του. Αυτή η ιδιότητα του μανιάτικου μοιρολογιού στην ένταση και σκληρή ειλικρίνεια που κουβαλάει, καθώς και στην ομοιότητά της με το αντίστοιχο αρχαιοελληνικό τυπικό, έδειχνε να είναι το λιθάρι πάνω στο οποίο θα χτιζόταν η Αμίλητη.

Ο συγγραφέας και ποιητής που πάνω σε αυτό το λιθάρι έχτισε ένα υπέροχο ποιητικό κείμενο για την Αμίλητη και στον οποίον χρωστώ ένα μεγάλο ευχαριστώ όχι μόνο για το δώρο του ίδιου του ποιήματος, αλλά και για τη χαρά και τη συγκίνηση της συνεργασίας μας, είναι ο Παντελής Μπουκάλας.

Το ποιητικό κείμενο του Παντελή, το οποίο γράφτηκε ειδικά για το έργο αυτό, πέραν της ίδιας της αυτοτελούς αξίας του ως λογοτεχνικού έργου, μου έδωσε την ευκαιρία να τελειοποιήσω το βασικό συνθετικό μου εργαλείο, το οποίο ερευνώ και εξελίσσω εδώ και δώδεκα χρόνια στα έργα μου, αποτελεί δε ένα από τα πιο χαρακτηριστικά στοιχεία της γραφής μου: Πρόκειται για τη σχεδόν πλήρη κατάργηση των «ραφών» ανάμεσα στο κείμενο και τη μουσική, η οποία επιτυγχάνεται με την αυστηρή ενορχηστρωτική ενσωμάτωση του κειμένου στη μουσική παρτιτούρα. Εάν προσθέσουμε στα παραπάνω την εμμονική χρήση ασύμμετρων ρυθμών και πολυρύθμων, αλλά και τη χρωματική και ετεροφωνική νεοτροπικότητα, τότε έχουμε μπροστά μας όλον τον μουσικό καμβά της Αμίλητης.

Τέλος, είναι σημαντικό να ειπωθεί ότι οι στίχοι των τραγουδιών του έργου είναι παρμένοι από πραγματικά μοιρολόγια και παραδοσιακά τραγούδια διαφόρων περιοχών της Ελλάδας, έχουν όμως «ντυθεί» ένα απολύτως σύγχρονο μουσικό ιδίωμα με όλα τα προαναφερθέντα συνθετικά χαρακτηριστικά.

Και αυτό το έργο ορίζεται ως μια «παράσταση ήχου», την οποία ο ακροατής-θεατής μπορεί να παρακολουθήσει με ανοιχτά ή κλειστά μάτια.

Δήμητρα Τρυπάνη

 

Ένας λόγος σε έξι φωνές

Η παραγγελία δεν είναι άγνωστη πρακτική στην ποίηση, το γνωρίζουμε άλλωστε και από την ελληνική αρχαιότητα, και όχι μονάχα από τον Πίνδαρο. Ώσπου να μου ζητήσει πάντως η Δήμητρα Τρυπάνη να ανασυντάξω ποιητικά ένα συνταρακτικό επεισόδιο οικογενειακού βίου, που διαδραματίστηκε στην Ελλάδα των μέσων του 19ου αιώνα, ώσπου δηλαδή να μου κάνει δώρο ένα πυρωμένο κάρβουνο, δεν είχα προσωπική εμπειρία παραγγελίας. Μόνο τις μεταφράσεις μου αρχαιοελληνικών δραμάτων θα μπορούσα να αναφέρω, όσες μου έχουν ζητηθεί από Έλληνες σκηνοθέτες για να παρασταθούν στην Επίδαυρο, στο Ηρώδειο ή και σε κλειστό χειμωνιάτικο θέατρο: Αισχύλος, Ευριπίδης, Αριστοφάνης.

Και στην περίπτωση της μετάφρασης, η ποίηση είναι η αρχή και ο σκοπός. Αλλά το δεδομένο κείμενο σε απαιτεί ως διάκονό του· όση απόσταση κι αν επιτρέψεις στον εαυτό σου, δεν μπορείς να απιστήσεις απέναντι στο πρωτότυπο ούτε να ασκήσεις υπέρμετρη βία πάνω του, γιατί θα πρόκειται για ύβρι.

Αντίθετα, όταν σου αφηγούνται μια ιστορία και σου ζητούν να τη σκεφτείς και να την αποδώσεις ποιητικά, ώστε έπειτα να συναρμοστεί με τη φωνή της μουσικής, ουσιαστικά σου ζητούν να γίνεις και μυθοπλάστης και σκηνοθέτης και ηθοποιός. Διάκονος είσαι και πάλι, αλλά με σαφώς μεγαλύτερη ελευθερία. Εδώ δεν μπορείς να ζητήσεις βοήθεια από λεξικά, γραμματολογίες και κριτικές εκδόσεις. Είσαι μόνος σου. Και πολεμάς με ένα υλικό εξαιρετικά σκληρό, που δεν σπάει αν δεν το ψηλαφήσεις σεβαστικά, αν δεν το νιώσεις και δεν συμμεριστείς τον αβυσσαλέο πόνο που έχει μέσα του. Αν δεν συγκλονιστείς, αν εμπιστευτείς απλώς τις οποιεσδήποτε τεχνικές δεξιότητές σου στο γράψιμο και την όποια εμπειρία σου, θα μείνεις τελικά αδιάφορος. Και αδιάφορο θα είναι επίσης και αυτό που θα κατασκευάσεις.

Συζητώντας πάλι και πάλι με τη Δήμητρα Τρυπάνη (διά ζώσης, τηλεφωνικά και ηλεκτρονικά), πολιορκήσαμε από κοινού τον σκληρό τραγικό πυρήνα, όχι για να τον σπάσουμε αλλά για να μη σπάσει ο ίδιος με το βάρος του, μη μας τσακίσει. Γονιμότατη η συνεργασία μας, οδηγήθηκε σταδιακά στο τελικό σχήμα της, με τα δύο ιδιόλεκτα, της μουσικής και της ποίησης, να διασταυρώνονται αλληλοεμπιστευόμενα σε κάθε στάδιο, προς άρθρωση –ει δυνατόν– ενιαίας γλώσσας.

Δοκίμασα να σκεφτώ και να νιώσω όπως (ενδεχομένως) σκέφτηκαν και ένιωσαν όλα τα πρόσωπα που ενεπλάκησαν στο δράμα του 19ου αιώνα, τόσο μακρινό αλλά και τόσο οικείο: η κοπελιά που τόλμησε να αγαπήσει έναν ξένο, εκτός γάμου, ο πατέρας, η μάνα, τα αδέρφια της, ο μικρότερος αδερφός με την άτολμη άρνησή του, ο (για ένα μόλις εικοσιτετράωρο) σύζυγός της, ο ξένος, το ίδιο το χωριό του δράματος. Η μικροκοινωνία του χωριού, έτσι όπως οργανώνεται από τις νόρμες της και την παράδοσή της, από την εθιμική ή μάλλον «φυσική» αρρενοκρατία της, δεν είναι αποκλειστικά μανιάτικη, αλλά και κρητική και ξηρομερίτικη – και ιρλανδέζικη, για παράδειγμα. Παντού η γυναίκα «είναι του πατρός της και του αντρός της», κτήμα και θύμα, μια μηχανή που παράγει σιωπηλή τα πάντα, ανάμεσά τους και παιδιά.

Η ενασχόλησή μου με το ελληνικό δημοτικό τραγούδι, το οποίο αποτελεί ουσιώδη μάρτυρα νοοτροπίας και ήθους, προφανώς στάθηκε αρωγός μου, γιατί, πέρα από τα μοτίβα ή την τεχνική του, μου έδειξε αδιάψευστα πόσο συχνά ζευγαρώνει ο έρωτας με τη βία. Πόσο συχνά ο φόνος επιλέγεται ή επιβάλλεται σαν λύση δραμάτων που ο πυρήνας τους είναι η «προσβολή της τιμής», πραγματική ή κατά φαντασίαν και κατά συκοφαντίαν. Δεν μιμήθηκα πάντως τους δρόμους του δημοτικού, όπως έχουν χαραχθεί με ανεπανάληπτη βαθύτητα τόσο στα μοιρολόγια όσα και στα τραγούδια του αιματηρού έρωτα. Ακόμα κι όταν ορισμένοι στίχοι της Αμίλητης αρμόζονται σε οχτασύλλαβο, κατά το απροσέγγιστο πρότυπο των αυτοσχεδιαστικών μοιρολογιών της Μάνης, διάλεξα να φαλτσάρουν έκδηλα κάποιες στιγμές, στο μέτρο ή στο λεκτικό τους, ώστε να είναι ευδιάκριτος και ο φόρος που καλείται να καταβάλει η προσωπική ποίηση, όταν ενστερνίζεται τρόπους και μεθόδους της ανώνυμης, της δημοτικής.

Αποφάσισα ευθύς εξαρχής να μοιράσω τον λόγο σε διαφορετικά στόματα, σε διαφορετικές φωνές. Ώστε μέσα από την αντιδικία τους να εικονογραφηθεί κάπως πιστότερα μια φρίκη που πρέπει να «κουβεντιαστεί», μήπως και ελεγχθεί. Μια φρίκη όμως που πολύ δύσκολα «κουβεντιάζεται» (αντλώ το ρήμα αυτό, και την εικόνα γενικότερα, από το ποίημα του Γιώργου Σεφέρη «Τελευταίος σταθμός»), όσο κι αν είναι ανάγκη να συλλαβιστεί και να συνταχθεί. Όχι για να ερμηνευτεί, είναι ύβρις να θεωρούμε εύκολη την ερμηνεία της, αλλά τουλάχιστον να εξημερωθεί ή να ξορκιστεί. Και η ποίηση, ανέκαθεν, έχει στενότατη σχέση με το ξόρκι και τη μαγγανεία.

Αυτό που θέλησα και προσπάθησα ήταν να νιώσω ταυτόχρονα, όχι χωριστά, όσα σκέφτηκαν τα πρόσωπα του δράματος, ή μάλλον όσα εικάζω ότι αισθάνθηκαν και σκέφτηκαν. Έτσι εξηγείται η διάσπαση του λόγου σε έξι φωνές, η πολεμική συνύπαρξη των οποίων απαγορεύει την παρουσία ενός παντογνώστη συγγραφέα. Ή μάλλον τον υποχρεώνει να υπάρξει (και μάλιστα συγχρόνως και όχι εναλλάξ) όχι απλώς σαν ένας άλλος, κατά το προσφυές ποιητικό δόγμα του Αρθούρου Ρεμπώ, αλλά σαν πολλοί άλλοι. Πολλοί και εμπόλεμοι. Με το «δίκιο» του ο καθένας, αλλά με το δίκιο ενός κατήγορου που γνωρίζει κατά βάθος πως είναι συγχρόνως και κατηγορούμενος, κατά συνέπεια οφείλει να συντάξει και να εκφωνήσει το κατηγορητήριό του υπό μορφήν απολογίας. Κατά κάποιον τρόπο, όλοι υπήρξαν θύματα – και οι θύτες. Αν υπάρχει ποιητική δικαιοσύνη, υπάρχει όταν δίνει φωνή σε όλους, για να τους ακούσει και όλους.

Παντελής Μπουκάλας

 

Μερικές σκέψεις πάνω στα σκηνικά

Το σκηνικό της Αμίλητης σχεδιάστηκε γύρω από μερικά απλά στοιχεία. Κατά την έναρξη, το βαθύ μαύρο του περιβάλλοντος στο οποίο εκτυλίσσεται η δράση στερείται προσανατολισμού, με εξαίρεση μια πελώρια κεντρική ουράνια σφαίρα, έναν ήλιο, ένα φεγγάρι και έναν δίσκο που θα ανατέλλει και θα δύει έως το πέρας της αιωνιότητας: όπως ένας αργός και βαρύς μετρονόμος που μετρά τον χρόνο σε έναν κόσμο άχρονο, μια αδιάκοπη παρουσία που κυβερνά κάθε ύπαρξη, οι συμπαντικές δυνάμεις που ενώνουν όλους τους ανθρώπους σε μια ανώνυμη ύπαρξη. Δεν υπάρχει ορίζοντας, σημείο όπου το πάτωμα συναντά τον τοίχο, κανένας τρόπος προσδιορισμού στον χώρο, δεν υπάρχουν περισπασμοί να απασχολήσουν το μάτι ή να λειτουργήσουν ως σημείο αναφοράς για την ύπαρξη. Εκεί, οι κάτοικοι λειτουργούν σε μια κατάσταση limbo (αιώνιας αναμονής), όπου η κοινότητα δεν είναι ούτε ζωντανή ούτε νεκρή, ούτε παρούσα ούτε απούσα, αλλά παγιδευμένη στο αδιάκοπο ενός επιβεβλημένου συστήματος. Πάντα σε εγρήγορση μεταξύ τους, παρακολουθούν στενά τις συμπεριφορές και επιβάλλουν τιμωρίες στον εαυτό τους για κάθε παρέκκλιση από τον κώδικα τιμής της κοινωνίας. Το άτομο δεν έχει άλλη διέξοδο από το να υπομείνει τον αποδεκατισμό της ανθρώπινης ψυχής. Μέσα σε αυτό τον μαύρο θόρυβο υπάρχει μια ατομική συνείδηση, μια σπίθα που αγκαλιάζει την αγάπη, μια ακτίνα ελπίδας στο απόλυτο κενό. Αιωρούμενη πάνω από τη Μηλιά, μια ημιδιαφανής φλόγα καλυμμένη από κερί μέλισσας, μια γεωμετρική έλλειψη από υφασμένο βαμβάκι· βαμβάκι από τη γη, που το έχουν γνέσει από κλωστές, όπως και οι ιστορίες που θα ξεδιπλωθούν· υφασμένες σαν τις δύο όψεις του φεγγαριού· η κερωμένη έλλειψη που έσπασε μαζί με την παρθενιά της. Καθ’ όλο τον κατατρεγμό της, η Μηλιά παραμένει ακέραιη ενόσω ξεδιπλώνεται η βιαιότητα της τραγωδίας. Η φλόγα, ο ψυχισμός της φωτίζουν την πορεία της από την καταπίεση στην απελευθέρωση. Χωρίς κατηγορίες, χωρίς θυμό, μόνο με την απλή κατανόηση πως ήταν αυτό που έπρεπε να πράξει η οικογένειά της.

— Κάθριν Γουάις 

 

Η Αμίλητη αποτελεί την 9η συμπαραγωγή της Εναλλακτικής Σκηνής της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, ενισχύοντας την πολύτιμη συνεργασία της με σημαντικά φεστιβάλ της περιφέρειας.

 

logo fest2

 

Με την ευγενική υποστήριξη
ΙΔΡΥΜΑ ΙΩΑΝΝΟΥ Φ. ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ
HILDEGARD BEHRENS FOUNDATION

 

Η παράσταση «ΑΜΙΛΗΤΗ - ΕΝΑ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΧΟΡΙΚΟ» ανήκει στην ενότητα του προγραμματισμού της Εναλλακτικής Σκηνής ΕΛΣ με τον τίτλο «ΗΜΕΡΕΣ ΜΟΥΣΙΚΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ» που εντάσσεται στην Πράξη «ΦΕΣΤΙΒΑΛΙΚΕΣ ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΗΣ ΣΚΗΝΗΣ ΤΗΣ ΕΛΣ» (MIS 5004053) με κωδικό 2017ΕΠΑ08510107 (Άξονας 06 του Ε.Π. «ΑΤΤΙΚΗ») και συγχρηματοδοτείται από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης (ΕΤΠΑ) και από Εθνικούς Πόρους.

 

footer

Χορηγοί

Χορηγοί Επικοινωνίας