Τι είναι η Όπερα

Όπερα, λέξη που στα ιταλικά σημαίνει έργο, είναι ένα είδος σκηνικής τέχνης όπου ένα θεατρικό κείμενο αποδίδεται από τους καλλιτέχνες τραγουδιστά, με συνοδεία ορχήστρας.

Μπορεί να υπάρχουν πεζοί διάλογοι ή μέρη απαγγελίας με μουσική συνοδεία. Η όπερα αντλεί την ξεχωριστή της γοητεία από την ένωση μουσικής και λόγου στο πλαίσιο ενός σκηνικού θεάματος.

Μικρή ιστορία της όπερας


Η όπερα υπάρχει εδώ και περισσότερα από τετρακόσια χρόνια. Όλα τα είδη των τεχνών ενσωματώνονται ή μπορούν να συμπεριληφθούν στην όπερα. Μουσική,δράμα, χορός, εικαστικές και τόσες άλλες τέχνες αποτελούν μέρος μιας παράστασης. Οι όπερες αντλούν τα θέματά τους από διάφορες πηγές: μυθολογία, ιστορία, παραμύθια, θρύλους, λογοτεχνικά έργα κ.ά. Αρκεί η ιστορία να εμπνεύσει το συνθέτη. Δεν υπάρχει πολιτισμός που να μην έχει όμορφες ιστορίες για το καλό και το κακό, την αγάπη και το μίσος, τη ζωή και το θάνατο. Η μουσική έρχεται να περιγράψει, να ερμηνεύσει να ορίσει όλες αυτές τις ανθρώπινες καταστάσεις. Ο συνδυασμός της μουσικής και του λόγου είναι αυτός που προκαλεί στην όπερα, και γενικά σε όλα τα είδη του μουσικού θεάτρου, τόσο ισχυρά συναισθήματα.

Από την Αναγέννηση στο Μπαρόκ (τέλος 16ου – αρχές 17ου αιώνα)
Η όπερα είναι το αποτέλεσμα της προσπάθειας μιας παρέας μορφωμένων ανθρώπων στα τέλη του 16ου αιώνα να αναβιώσουν την αρχαία ελληνική τραγωδία. Η παρέα αυτή ονομάστηκε Φλωρεντινή Καμεράτα ή Καμεράτα του Μπάρντι, από το όνομα του ευγενή που οργάνωνε τις συναντήσεις στο αρχοντικό του. Κυρίαρχη μορφή της ομάδας αυτής ήταν ο Βιντσέντζο Γκαλιλέι, φημισμένος συνθέτης και πατέρας του μεγάλου αστρονόμου. Η παλαιότερη από τις όπερες του Μοντεβέρντι που σώζεται, παρουσιάστηκε στη Μάντοβα το 1607 και δεν ήταν άλλη από τον περίφημο Ορφέα, έργο που εξακολουθεί να παρουσιάζεται μέχρι σήμερα. Μέσα σε λίγες δεκαετίες η όπερα έγινε μόδα και η ξακουστή πόλη της Βενετίας στα μέσα του 17ου αιώνα είχε αποκτήσει τριάντα λυρικά θέατρα.

Η εποχή του Μπαρόκ (1600 - 1750)
Με κυρίαρχους συνθέτες τον Γκέοργκ Φρήντριχ Χαίντελ και τον Αντόνιο Βιβάλντι και με θέματα δανεισμένα κυρίως από την ελληνορωμαϊκή μυθολογία αλλά και από το επικό ποίημα Η απελευθέρωση της Ιερουσαλήμ του Τορκουάτο Τάσσο, η μπαρόκ όπερα άνθησε στις αυλές βασιλιάδων και αριστοκρατών. Οι όπερες εκείνης της εποχής αποτελούνται από πολλές άριες, που ακολουθούν η μία την άλλη. Λίγο μετά το 1750 ο συνθέτης Κρίστοφ Βίλλιμπαλντ Γκλουκ ανανέωσε την όπερα απλουστεύοντας το τραγούδι: αφαιρεσε από τις άριες τα πολλά στολίδια, που δεν άφηναν το κοινό να καταλάβει τα λόγια. Επίσης, έδωσε στην ορχήστρα πιο σημαντικό ρόλο.

Η Κλασική εποχή (τέλος 18ου - αρχές 19ου αιώνα)
Στο πνεύμα του Διαφωτισμού, λίγο πριν τη Γαλλική Επανάσταση, ο Μότσαρτ συνέβαλε καθοριστικά στη μετεξέλιξη της όπερας σε πιο λαϊκό είδος, γράφοντας έργα που τα παρακολουθούσαν όχι μόνον οι αριστοκράτες αλλά και το ευρύτερο κοινό. Αυτό το πέτυχε συνθέτοντας κωμικές όπερες στη γλώσσα των συμπολιτών του, δηλαδή στα γερμανικά. Το πιο γνωστό παράδειγμα είναι ο Μαγικός αυλός.
Την ίδια εποχή σε όλη την Ευρώπη εξελίχθηκε η κωμική όπερα. Βασικό της χαρακτηριστικό είναι ότι τα κείμενα είναι στη γλώσσα κάθε χώρας – στα ιταλικά, στα γαλλικά, στα αγγλικά, στα ισπανικά, στα γερμανικά - και ότι τα θέματα είναι σύγχρονα με την εποχή, δηλαδή δεν είναι εμπνευσμένα από τη μυθολογία ή την ιστορία.

Η Ρομαντική περίοδος (1827 - 1900)
Η όπερα Φιντέλιο του Μπετόβεν φαίνεται να είναι το έργο που οδηγεί σε μια νέα εποχή για την λυρική τέχνη. Η έκφραση έντονων προσωπικών συναισθημάτων,ουσιαστικό στοιχείο του Ρομαντισμού, κυριαρχεί και στους Ιταλούς συνθέτες της εποχής, Ροσσίνι, Μπελλίνι και Ντονιτσέττι. Ο πιο φημισμένος όμως συνθέτης της περιόδου αυτής ήταν ο Ιταλός Τζουζέππε Βέρντι.
Την ίδια εποχή με τον Βέρντι, στη Γερμανία ο Ρίχαρντ Βάγκνερ ανατρέχει για μία ακόμα φορά στα ιδεώδη της αρχαίας Ελλάδας και επιχειρεί το ακόμα πιο σφιχτό πάντρεμα του λόγου με τη μουσική και το θέαμα. Πιστεύει ότι η όπερα δεν είναι απλώς ψυχαγωγία, αλλά έχει τη δύναμη να διαπαιδαγωγήσει ανθρώπους, όπως έκανε το θέατρο στην αρχαιότητα. Λίγο αργότερα, ο Ρίχαρντ Στράους, κληρονόμος της βαγκνερικής παράδοσης, στρέφεται σε θέματα εμπνευσμένα από την αρχαιότητα. Παράλληλα, κυρίως στο Παρίσι και στη Βιέννη αναπτύχθηκαν και νέα είδη όπως η οπερέτα, που συνδυάζει την ανάλαφρη θεματική με περισσότερη πρόζα.

Βερισμός
Ο Ιταλός Τζάκομο Πουτσίνι παίρνει τη σκυτάλη από τον Βέρντι αλλά θέλει η μουσική του να ηχεί πιο ρεαλιστική και οι ήρωές του να μοιάζουν πιο αληθινοί. Για αυτό, το κίνημα στο οποίο εντάσσονται αρκετά έργα του ονομάζεται βερισμός, από την ιταλική λέξη vero που σημαίνει αλήθεια.

Εθνικές σχολές
Βασικό στοιχείο της Ρομαντικής περιόδου είναι η δημιουργία και ενδυνάμωση εθνικών κρατών, που βασίζονται στη γλώσσα και στον πολιτισμό κάθε λαού. Έτσι, σταδιακά αναπτύχθηκαν «εθνικές» σχολές μουσικής σε όλα τα κράτη. Οι όπερες αντλούσαν τα θέματά τους συνήθως από την ιστορία ή την παράδοση κάθε τόπου και η μουσική εμπνευσμένη από την παραδοσιακή μουσική κάθε λαού. Πιο γνωστές είναι σήμερα αρκετές όπερες από την ανατολική Ευρώπη και τη Ρωσία, που έγραψαν συνθέτες όπως ο Τσέχος Σμέτανα ή ο Ρώσος Μούσσογκσκι.

Ελλάδα
Στη χώρα μας συνθέτες όπερας υπάρχουν ήδη από τον 19ο αιώνα. Ο Ζακυνθινός Παύλος Καρρέρ (ή Καρρέρης) εμπνεύστηκε όπερες από την ελληνική Επανάσταση, όπως ο Μάρκος Μπότσαρης, η Κυρά Φροσύνη και Δέσπω, ηρωίς του Σουλίου. Ο Κερκυραίος Σπυρίδων Σαμάρας σταδιοδρόμησε κυρίως στην Ιταλία, όπου έργα του παίχτηκαν ακόμα και στη Σκάλα του Μιλάνου. Μία σύνθεσή του, τη γνωρίζουμε όλοι: είναι ο Ύμνος των Ολυμπιακών Αγώνων«Αρχαίο πνεύμα αθάνατο» σε ποίηση Κωστή Παλαμά. Στον 20ό αιώνα ο κυριότερος Έλληνας συνθέτης όπερας είναι ο Μανώλης Καλομοίρης, που μεταξύ άλλων έχει μελοποιήσει έργα του Νίκου Καζαντζάκη.

Ο 20ός αιώνας
Στον 20ο αιώνα δημιουργούνται πολλά ρεύματα στις τέχνες και στη μουσική. Ορισμένοι συνθέτες, όπως ο Άλμπαν Μπεργκ και ο Ίγκορ Στραβίνσκι, θέλουν να γυρίσουν σελίδα και να απαλλαγούν από τον τρόπο έκφρασης του Ρομαντισμού. Άλλοι, όπως ο Κλωντ Ντεμπυσσύ επηρεάζονται από την παραδοσιακή μουσική ασιατικών πολιτισμών, την οποία γνώρισαν τότε για πρώτη φορά, χάρη σε παγκόσμιες εκθέσεις που έγιναν σε ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Σε άλλους, όπως ο Σεργκέι Προκόφιεφ και ο Ντμίτρι Σοστακόβιτς, το σοβιετικό καθεστώς επιβάλλει πως θα γράφουν. Κάποιοι άλλοι, όπως ο Κουρτ Βάιλ, συνθέτουν αντιδρώντας στο ναζιστικό καθεστώς που τελικά οδήγησε στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στην ανατολική Ευρώπη εμφανίζονται αρκετοί συνθέτες με ξεχωριστή μουσική γλώσσα, όπως ο Τσέχος Λέος Γιάνατσεκ και ο Ούγγρος Μπέλα Μπάρτοκ. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο όλο και περισσότεροι αμερικανοί συνθέτες, όπως ο Φίλιπ Γκλας και ο Τζον Άνταμς, ασχολούνται με την όπερα.

Ανακεφαλαίωση
Η όπερα είναι μία τέχνη που δημιουργήθηκε κατά την περίοδο της Αναγέννησης, όταν μορφωμένοι άνθρωποι στη Φλωρεντία θέλησαν να αναβιώσουν το αρχαίο ελληνικό θέατρο. Η νέα τέχνη ακολούθησε την ιστορία του ευρωπαϊκού πνεύματος και την πολιτική ιστορία αρχικά της Ευρώπης και στον 20ό αιώνα ολόκληρου του κόσμου.Η θεματολογία και η μουσική προσδιορίστηκαν από το ανθρωπιστικό πνεύμα της Αναγέννησης, τις αξίες του Διαφωτισμού κατά τον 18ο αιώνα, τις κοινωνικές ανατροπές που επέφερε η Γαλλική Επανάσταση, την ανάγκη της ξεχωριστής έκφρασης κάθε έθνους κατά την εποχή του Ρομαντισμού, το ερευνητικό πνεύμα και την ανάγκη για διαρκώς νέες κατακτήσεις στον 20ο αιώνα. Στην Ελλάδα παίζονταν όπερες ήδη από τον 18ο αιώνα, ενώ Έλληνες συνθέτες γράφουν έργα από τον 19ο αιώνα μέχρι σήμερα.

Γλωσσάρι


Α καππέλλα
: Μουσική που τραγουδιέται από τη χορωδία χωρίς συνοδεία μουσικών οργάνων,όπως γινόταν π.χ.την εποχή της Αναγέννησης στην Καππέλλα Σιστίνα στο Βατικανό.

Αντίστιξη: Όταν πολλές φωνές τραγουδούν συγχρόνως διαφορετικές μελωδικές γραμμές, αλλά όλες μαζί ακούγονται όμορφα.

Αρμονία: Όταν πολλές φωνές τραγουδούν συγχρόνως από μια διαφορετική νότα, αλλά όλες μαζί ταιριάζουν όμορφα στο αυτί μας. Για παράδειγμα, με μια κίνηση του χεριού μπορούμε να παίξουμε στο πιάνο ή στην κιθάρα περισσότερες νότες ταυτόχρονα,που όλες μαζί θα ηχούν ωραία.

Άρια: Έτσι λέμε ένα τραγούδι στην όπερα. Η άρια παίζει σημαντικό ρόλο. Μέσω αυτής ο ήρωας εκφράζει τα συναισθήματά του,τις σκέψεις του και αποκαλύπτεται ο χαρακτήρας του.

Βαθύφωνος (μπάσος): Η χαμηλότερη αντρική φωνή. Μοιάζει με το τρομπόνι. Συχνά ερμηνεύει ρόλους ηλικιωμένων και σοφών ανδρών ή και κωμικούς ρόλους. Ο Ντον Μπαζίλιο είναι βαθύφωνος.

Βαρύτονος: Η μεσαία αντρική φωνή. Μοιάζει με το κόρνο ή το τσέλο. Συχνά είναι αντίπαλος του τενόρου και διεκδικεί την αγαπημένη του κεντρικού ρομαντικού ήρωα.Ο Φίγκαρο είναι βαρύτονος.

Έγχορδα: Τα όργανα της κλασικής ορχήστρας που ο ήχος τους παράγεται από τον παλμό των χορδών. Στην ομάδα αυτή ανήκουν το βιολί, η βιόλα, το βιολοντσέλο και το κοντραμπάσο.

Εισαγωγή: Είναι ένα ορχηστρικό κομμάτι, που ακούγεται συνήθως πριν σηκωθεί η αυλαία. Σκοπό έχει να μας εισάγει στη διάθεση του έργου, να καταλάβουμε αν είναι χαρούμενο ή τραγικό. Μπορεί να λέγεται επίσης ουβερτούρα ή πρελούδιο ή, σε όπερες του μπαρόκ, συμφωνία.

Κοντράλτο: Η χαμηλότερη γυναικεία φωνή. Μοιάζει με τη βιόλα. Συχνά, στη ρομαντική όπερα ερμηνεύουν χαρακτήρες ηλικιωμένων γυναικών ή μαντισσών.

Κουαρτέτο: Όταν τέσσερις μουσικοί παίζουν μαζί ή όταν τέσσερις τραγουδιστές τραγουδούν μαζί.

Κουίντα: Πλάγιο παραπέτασμα στη σκηνή του θεάτρου, που κρύβει τη θέα προς τα παρασκήνια.

Κρουστά: Όργανα της κλασικής ορχήστρας που ο ήχος τους παράγεται είτε όταν τα κτυπάμε με ειδικές ξύλινες μπαγκέτες είτε όταν τα κτυπάμε μεταξύ τους.Τέτοια όργανα είναι τα τύμπανα, η γκραν κάσα, τα κύμβαλα, το τρίγωνο, το ταμπούρο κ.ά.

Λάιτ μοτίφ: Όρος που προέρχεται από τα Γερμανικά και σημαίνει «καθοδηγητικό μοτίβο». Πρόκειται για μια μελωδία ή γενικά μια μουσική ιδέα που συμβολίζει ένα πρόσωπο, χώρο, ιδέα, σκέψη, θεϊκή παρέμβαση. Κάθε φορά που την ακούμε καταλαβαίνουμε ότι πρόκειται για το ίδιο πράγμα. Το λάιτ μοτίφ είναι χαρακτηριστικό στοιχείο στις όπερες του Βάγκνερ.

Λιμπρέτο: Το κείμενο της όπερας. Ο συγγραφέας που το γράφει λέγεται λιμπρετίστας.

Μεσόφωνος (μετζοσοπράνο): Η μεσαία γυναικεία φωνή. Μοιάζει με το όμποε ή το κλαρινέτο στη χαμηλή του έκταση. Οι ρόλοι που ερμηνεύει είναι πολυποίκιλοι: μητέρες, τσιγγάνες, μάγισσες, υπηρέτριες. Μερικές φορές ερμηνεύει και ρόλους νέων ανδρών. Η Μπέρτα στο έργο μας είναι μεσόφωνος ή κοντράλτο.

Μιούζικαλ: Μουσικό θεατρικό έργο ανάλογο με την όπερα αλλά με περισσότερους διαλόγους πρόζας, δηλαδή χωρίς τραγούδι. Συνήθως, η υπόθεση έχει καλό τέλος. Εμφανίζεται κυρίως στις αγγλοσαξονικές χώρες κατά τον 20ο αιώνα.

Μπελ κάντο: Στα Ιταλικά σημαίνει «ωραίο τραγούδι». Στην ουσία είναι μία τεχνική των τραγουδιστών της όπερας. Άνθισε στην ιταλική όπερα του μπαρόκ. Επίσης, ορισμένοι αναφέρονται με αυτότον όρο και σε Ιταλούς συνθέτες του Ρομαντισμού, στο Ροσσίνι, το Μπελλίνι και το Ντονιτσέττι.

Ντουέτο: Όταν δύο μουσικοί παίζουν μαζί ή όταν δύο τραγουδιστές τραγουδούν μαζί.

Οπερέτα: Μουσικό θεατρικό είδος. Στις οπερέτες η υπόθεση είναι πιο ανάλαφρη από την όπερα, η μουσική εύθυμη και υπάρχουν πολλοί πεζοί διάλογοι.Το τέλος του έργου είναι συνήθως καλό. Η οπερέτα καλλιεργήθηκε κυρίως στο Παρίσι και στην Βιέννη. Και στην Ελλάδα, όμως, έχουμε εξαίρετους συνθέτες οπερέτας όπως ο Θεόφραστος Σακελλαρίδης και ο Νίκος Χατζηαποστόλου.

Παρασκήνια: Ό,τι βρίσκεται πλάι, πίσω και κάτω από τη σκηνή.

Πνευστά: Όργανα της ορχήστρας, των οποίων ο ήχος παράγεται με το φύσημα στο επιστόμιο του οργάνου. Χωρίζονται σε ξύλινα, όπως το φλάουτο, το όμποε, το κλαρινέτο, το φαγκότο και το σαξόφωνο, που όμως σπάνια παίζει στην ορχήστρα και σε χάλκινα, όπως η τρομπέτα, το κόρνο, το τρομπόνι και η τούμπα.

Πράξη: Κάθε θεατρικό έργο χωρίζεται σε πράξεις. Κάθε πράξη έχει τη δική της υπόθεση και τη δική της κορύφωση. Τα έργα που έχουν μια μόνον πράξη λέγονται μονόπρακτα.

Ρετσιτατίβο: Έτσι λέγεται η τραγουδιστή απαγγελία ενός ή περισσότερων μονωδών. Στα μέρη αυτά προχωράει γρήγορα.

Σκάμμα (ή τάφρος) της ορχήστρας: Ο χώρος που βρίσκεται μπροστά και λίγο χαμηλότερα από τη σκηνή. Εκεί μπαίνουν οι μουσικοί της ορχήστρας για να παίξουν. Είναι απαραίτητο ο χώρος αυτός να είναι πιο χαμηλά από τη σκηνή έτσι ώστε οι μουσικοί της ορχήστρας να μην εμποδίζουν τους θεατές να βλέπουν καλά.

Σκηνή: Σκηνή του θεάτρου είναι ο χώρος όπου παίζουν οι ηθοποιοί και οι τραγουδιστές. Σκηνή ενός έργου είναι ένα μέρος από μία πράξη του.

Σκηνικά: Είναι ο,τιδήποτε δημιουργεί την εικόνα μιάς παράστασης. Μπορεί να είναι κατασκευές που απεικονίζουν κτήρια ή ένα απλό πανί στο οποίο έχουν ζωγραφιστεί τοπία ή ό,τι άλλο αποφασίσουν ο σκηνοθέτης με τον σκηνογράφο.

Σταγκόνια: Είναι οι μεγάλες σιδερένιες βέργες που βρίσκονται πάνω από τη σκηνή. Πάνω στα σταγκόνια οι τεχνικοί κρεμούν τα φώτα ή και τα σκηνικά.

Τενόρος (οξύφωνος): Η ψηλότερη αντρική φωνή. Μοιάζει με την τρομπέτα. Συνήθως, στη ρομαντική όπερα υποδύεται τον ήρωα. Ο κόμης Αλμαβίβα είναι τενόρος.

Τρίο: Όταν τρεις μουσικοί παίζουν μαζί ή όταν τρεις τραγουδιστές τραγουδούν μαζί.

Υψίφωνος (σοπράνο): Η ψηλότερη γυναικεία φωνή. Μοιάζει με το βιολί και το φλάουτο σε έκταση και ποιότητα. Η υψίφωνος συχνά είναι η κύρια ηρωίδα της όπερας και εκφράζει την αγνότητα και τη νεανικότητα. Η Ροζίνα στον Κουρέα της Σεβίλλης ερμηνεύεται στην παράστασή μας από υψίφωνο.Φινάλε: Το τελικό μέρος του έργου.

Χορωδία: Είναι μια ομάδα τραγουδιστών που τραγουδούν όλοι μαζί. Η χορωδία είναι χωρισμένη κατά φωνές, αντρικές και γυναικείες και συχνά παίζει τον ρόλο που έπαιζε ο χορός στην αρχαία τραγωδία.

Επαγγέλματα της όπερας


Διευθυντής ορχήστρας
: Είναι ο άνθρωπος που διευθύνει την ορχήστρα. Σε μία παράσταση όπερας συντονίζει όλο το θέαμα: διευθύνει την ορχήστρα και την χορωδίακαι επίσης καθοδηγεί του τραγουδιστές. Κάτι αντίστοιχο με τον καπετάνιο του πλοίου. Σε αυτόν υπακούνε όλοι. Κρατάει το ρυθμό και υποδεικνύει στους μουσικούς και τους τραγουδιστές τα συναισθήματα και το ύφος του έργου.

Ενδυματολόγος: Ο ενδυματολόγος μελετά το έργο και σχεδιάζει τα κοστούμια της παράστασης σε συνεργασία με το σκηνοθέτη. Σχεδιάζει, δηλαδή, σύμφωνα με τηδική του φαντασία, τι φοράει ο κάθε ήρωας σε κάθε σκηνή. Σύμφωνα με τα σχέδια του ενδυματολόγου αγοράζονται τα υφάσματα και φτιάχνονται τα κοστούμια.

Ζωγράφος: Ζωγραφίζει τα σκηνικά που τοποθετούμε στη σκηνή. Μπορεί να τα βάψει με ένα χρώμα, αλλά και να ζωγραφίσει ολόκληρη εικόνα με πολλές λεπτομέρειες. Επίσης, ζωγραφίζει και ταφόντα που συμπληρώνουν τα σκηνικά επί σκηνής και μας δείχνουν το βάθος του χώρου ή τον ορίζοντα ή και μόνο τον ουρανό.

Κατασκευαστής ειδών φροντιστηρίου: Φροντιστήριο, στο θέατρο, ονομάζεται κάθε αντικείμενο που χρησιμοποιείται στη σκηνή. Τα αντικείμενα ονομάστηκαν έτσι επειδή «φροντίζουν» να γίνει σωστά η παράσταση.Ο κατασκευαστήςειδών φροντιστηρίου είναι εκείνος που κατασκευάζει τέτοια αντικείμενα, τα οποία χρειάζονται για να παίξουμε ένα έργο. Μπορεί να φτιάξει κάθε αντικείμενο που μπορούμε να φανταστούμε, όπως κλειδιά, ψεύτικα ψαλίδια, πουγκιά, ομπρέλες, μάσκες, και πολλά άλλα.

Κατασκευαστής ενδυμάτων: Σχεδιάζει και ράβει τα κοστούμια που χρησιμοποιούνται στο έργο, ακολουθώντας τα σχέδια του ενδυματολόγου. Κόβει το σχήματου κάθε κοστουμιού σε ένα ύφασμα που στη συνέχεια ράβεται. Επίσης, προσθέτει στα κοστούμια διακοσμητικά στοιχεία. Αρκετές φορές,ο κατασκευαστήςενδυμάτων, επιμελείται και φροντίζει την ένδυση των καλλιτεχνών.

Μονωδός: Έτσι λέγεται ο τραγουδιστής της όπερας. Δεν φτάνει μια όμορφη φωνή για να τραγουδήσει κανείς στην όπερα. Οι επίδοξοι τραγουδιστές όπερας χρειάζονται πολύχρονη συστηματική δουλειά για να μπορέσουν να τραγουδήσουν σε ένα λυρικό θέατρο. Αντίθετα με τους τραγουδιστές της εμπορικής μουσικής, οι λυρικοί τραγουδιστές σπανίως χρησιμοποιούν μικρόφωνο. Ο μονωδός χρησιμοποιεί το ίδιο του το σώμα ως φυσική ενίσχυση. Η δύναμη του διαφράγματος καθώς και οι κοιλότητες του προσώπου παίζουν καθοριστικό ρόλο στην ένταση και στην ποιότητατης φωνής του. Ας μην ξεχνάμε ότι η φωνή του πρέπει να περάσει τον όγκο της ορχήστρας και να φτάσει ακόμη και στα τελευταία καθίσματα του θεάτρου.

Πλαστικός ζωγράφος: Επιμελείται όλα τα μέρη των σκηνικών που είναι ανάγλυφα, δηλαδή που πρέπει να σκαλιστούν πάνω σε μία επιφάνεια. Μπορεί να φτιάξει έναν άγριο τοίχο, αλλά και μία ωραία ανάγλυφη εικόνα. Επίσης, φτιάχνει όλα τα γλυπτά, αν χρειαζόμαστε γλυπτά στην παράσταση.

Σκηνοθέτης: Είναι ο άνθρωπος που αποφασίζει τον τρόπο με τον οποίο θα παρουσιαστεί το έργο. Αποφασίζει πως θα είναι η εικόνα της παράστασης, δηλαδή αυτό το οποίο θα βλέπουμε. Δίνει οδηγίες στον σκηνογράφο και στον ενδυματολόγο και καθοδηγεί τους τραγουδιστές.

Σκηνογράφος: Ο σκηνογράφος μελετά το έργο και σχεδιάζει το σκηνικό της παράστασης με βάση τις επιθυμίες του σκηνοθέτη. Σχεδιάζει, δηλαδή, τον τόπο και το χώρο που φαντάζεται ότι συμβαίνουν τα γεγονότα που περιγράφει το έργο. Φαντάζεται όλη την ατμόσφαιρα του έργου. Από τα σχέδια του σκηνογράφου φτιάχνονται τα σκηνικά, δηλαδή, τα σπίτια, τα τοπία, τα δέντρα, καθώς και όλα τα αντικείμενα που χρειάζονται για να παιχτεί το έργο.

Συνθέτης: Είναι αυτός που έχει γράψει τη μουσική του έργου.

Σχαρίστας: Χειρίζεται όλους του μηχανισμούς της σκηνής που δίνουν κίνηση στα κινητά μέρη του σκηνικού, προς όλες τις κατευθύνσεις. Οι μηχανισμοί μπορεί να είναι ηλεκτροκίνητοι ή μηχανοκίνητοι.

Σχεδιαστής κομμωτής: Χτενίζει τα μαλλιά των καλλιτεχνών ώστε να ταιριάζουν με το ύφος του ρόλου τους. Το χτένισμα συμπληρώνει την εικόνα του κάθε ήρωα όταν φοράει το κοστούμι του. Ο σχεδιαστής κομμωτής συχνά είναι και περουκιέρης, δηλαδή, κατασκευάζει περούκες που έχουν ειδικό σχέδιο ή συχνά ακολουθούν τη μόδα μιας παλιότερης εποχής.

Σχεδιαστής μακιγιάζ: Είναι εκείνος που βάφει το πρόσωπο όλων των καλλιτεχνών πριν βγουν στην σκηνή, προκειμένου να τους κάνει να μοιάζουν με το ρόλο που υποδύονται. Χρησιμοποιεί ειδικές μπογιές, κρέμες κ.λπ. Έτσι, αν το απαιτεί ο ρόλος, μπορεί να μετατρέψει μία νέα και όμορφη τραγουδίστρια σε γριά μάγισσα, ή έναν όχι και τόσο νέοτραγουδιστή σε γοητευτικό νέο. Στα Ελληνικά η ειδικότητα αυτή λέγεται ψιμυθιολόγος, από την αρχαία ελληνική λέξη ψιμύθιο, που σημαίνει λευκή σκόνη, αλλά και στολίδι, φτιασίδι.

Σχεδιαστής-ράπτης καπέλων: Σχεδιάζει και κατασκευάζει τα καπέλα που φορούν οι ήρωες του έργου. Ακολουθεί τα σχέδια του ενδυματολόγου. Επίσης, φτιάχνει διακοσμητικά καισυμπληρωματικά στοιχεία που μπορεί να φοριούνται στο κεφάλι, όπως διαδήματα/στέμματα, λουλούδια, στεφάνια, κορδέλες και άλλα.

Σχεδιαστής φωτισμών: Είναι εκείνος που αποφασίζει πώς ανάβουν τα φώτα στη σκηνή. Διαβάζει το έργο και συνεργάζεται μετον σκηνοθέτη, το σκηνογράφο και τον ενδυματολόγο. Αποφασίζει πόσο φως θα έχει η κάθε σκηνή του έργου και από ποια μεριά θα έρχεται το φως, ώστε να φαίνονται οι ήρωες και όλη ηδράση. Επίσης, βάζει φως για να γίνουν ειδικά εφέ (π.χ. αστραπές της βροχής).